-
1 ἀεί
ἀεί, eigtl. att. Form, auch Hom. Il. 12, 211. 23, 648 Odyss. 15, 379, selten bei sp. Ep.; ion. u. poet. αἰεί, auch bei att. Dichtern, wenn die erste Sylbe lang sein soll, denn ἀεί hat in der Regel ein kurzes α, die Stellen der com. mit ἀ s. ind. cemic. dict., – und, wenn die letzte Sylbe kurz sein soll, αἰέν, sehr oft Hom.; dor. αἰές, ἀές, ἀέ, äol. ἀΐ; vgl. über die 12 Formen, welche das Wort nach den alten Gramm. hat, Schäfer zu Gregor. Cor. p. 348; – imm er, stets, jedesmal, ὁ ἀεὶ κρατῶν. Aesch. Pr. 939; τοὺς ἀεὶ ἐγγυτάτω έαυτῶν ὄντας, die ihnen jedesmal am nächsten stehen, Plat. Apol. 25 c; bes. oft bei particip., οἱ ἀεὶ παρόντες, die jedesmal Anwesenden, Plat. Gorg. 493 c; beim relativ. mit ἄν, wie unser: wer nur immer, ὃς ἂν ἀεὶ τῶν φίλων τυγχάνῃ ἀδικῶν 480 c, u. öfter. Bei anderen Zeitbestimmungen scheint es oft pleonastisch zu stehen, διαμπερές, συνεχὲς αἰεί, έκάστοτε ἀεί, oft bei Dem.; ἀεί ποτε, immerdar, Thue. 1, 13 und sehr oft.
-
2 ἀει
ἀει, immer, stets, jedesmal, fortwährend; immerdar, beständig -
3 άει-στρεφής
άει-στρεφής, = ἀεί-στροφος, sich stets drehend, Sp.
-
4 ἀει-φυγία
ἀει-φυγία, ἡ (VLL. ἡ ἐς ἀεὶ φυγή), stete, d. i. lebenslängliche Verbannung, ἀειφυγίαν oder ἐν ἀειφυγίᾳ φεύγειν Plat. Legg. IX, 871 d 877 e u. öfter; ϑανάτῳ καὶ ἀειφυγίᾳ καὶ δημεύσει τῶν ὑπαρχόντων ζη-μιοῦν Dem. 21, 43; φεὐγειν ἐπ' ἀειφυγίᾳ Plut. Sol. 24.
-
5 ἀει-θεήρ
ἀει-θεήρ, zur etymol. Erkl. von αἰϑήρ von Plat. Crat. 410 b gemacht, ὅτι ἀεὶ ϑεῖ περὶ ἀέρα ῥέων.
-
6 ἀει-θαλής
ἀει-θαλής, immer grün, Mel. 2 (XII, 256); Nic. Ih. 564, u. a. sp. D. – Nic. Th. 538 hat auch ἀει-ϑάλλουσα, was getrennt zu schreiben.
-
7 ἀει-λογία
ἀει-λογία, ἡ ( Harpocr. τὸ ἀεὶ λόγον ὑπέχειν), das stets Rechenschaft abgeben wollen, προτείνεσϑαι Dem. 19, 2, παρέχειν 57, 27.
-
8 ἀεί-κλονος
ἀεί-κλονος stand sonst Ep. ad. 434, wo (IX, 32) ἀεὶ κλόνος restituirt ist.
-
9 ἀεί-μνηστος
ἀεί-μνηστος ( ἀει-μνήστη Ep. ad. 721 ( App. 197), stets erwähnt, stets gepriesen, τάφος Soph. Ai. 1145; Ἀϑῆναι Lys. 6, 25; ἔργα 2, 19; ewig, μαρτύριον Thuc. 1, 33; κλέος Xen. Cyn. 1, 6; δόξαι Isocr. 10, 17; ὀργὴν ἔχειν 4, 157, u. öfter bei den Rednern. – Cempar., Lys. 26, 4. – Adv., Aesch. 2, 180.
-
10 άει-φεγγής
άει-φεγγής, ές, stets leuchtend, Sp.
-
11 ἀει-παθής
-
12 ἀει-παλής
ἀει-παλής, ές, stets schlagend, Herz (?).
-
13 ἀει-πλανής
ἀει-πλανής, = -πλανος, stets irrend (?).
-
14 ἀει-ρείτη
-
15 ἀει-στένακτος
ἀει-στένακτος, immer seufzend, Nicet.
-
16 ἀει-σόος
-
17 ἀει-σθενής
ἀει-σθενής, immer stark (?).
-
18 ἀει-σέβαστος
ἀει-σέβαστος, semper augustus, Herod. epim.
-
19 ἀει-φρούρητος
ἀει-φρούρητος, stets bewacht, Paul. Sil.
-
20 ἀει-φυλλία
ἀει-φυλλία, ἡ, das stets Blätterhaben, Theophr.
См. также в других словарях:
αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… … Dictionary of Greek
αει- — (Α ἀει ) το αρχαίο επίρρ. ἀεί, ως α συνθετικό αρχαίων και νεώτερων επιθέτων, δηλώνει συνέχεια, διάρκεια. Στην αρχ. Ελληνική το ἀεί, ως α συνθετικό παρουσιάζει μεγάλη παραγωγικότητα υπάρχουν περίπου 76 λέξεις με α συνθ. ἀεί (αἰέν ). (πρβλ. Liddell … Dictionary of Greek
ἀεί — ἀ̱εί , ἀεί ever indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀεὶ κολοιὸς παρὰ κολοιόν. — ἀεὶ κολοιὸς παρὰ κολοιόν. См. Масть к масти подбирается … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀεὶ τὰ πέρυσι βέλτιον. — См. В мое время … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀεὶ φέρει τι Λιβύη καινόν. — См. Что нового? … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἄνθρωπος ὤν τοῦτ’ ἴσθι καὶ μέμνης’ ἀεί. — ἄνθρωπος ὤν τοῦτ’ ἴσθι καὶ μέμνης’ ἀεί. См. Тишком где склизко … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Οἴει γὰρ ἀεὶ Διονύσια ἑορτάσειν. — οἴει γὰρ ἀεὶ Διονύσια ἑορτάσειν. См. Не все коту масляница, будет и Великий пост … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Κτῆμα ἐς ἀεί. — См. В вечное владение … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Οὐκ ἀεὶ ἀνθεστήρια. — См. Не все коту масляница, будет и Великий пост … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πτωχῶν οὖλαι ἀεὶ κεναί. — См. Суму нищего не наполнишь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)